Ο κεφτές, ή κιοφτές, προέρχεται από το τουρκικό “kofte”, το οποίο δεν παράγεται όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι, από το βυζαντινό “σύγκοπτον ή κοπτόν” κρέας, αλλά από το περσικό “kofta”, του ρήματος “kuftan” που σημαίνει “κοπανάω, αλέθω”.
Μία από τις τουρκικές λέξεις που έχουν ενσωματωθεί απολύτως στη γλώσσα μας είναι βέβαια και η λέξη κιμάς, από το τουρκικό “kiyma”, που σημαίνει ακριβώς “λεπτοκομμένο, αλεσμένο κρέας,” μέχρι να αποτελέσει αυτό μια πολτώδη μάζα. Η λέξη παράγεται από το ρήμα “kiymak”, που σημαίνει “κόβω, κομματιάζω”.
Όσο αφορά αν ο κεφτές τρώγεται με σάλτσα ή χωρίς, εδώ οι επιστήμες (της ιστορίας και της γαστρονομίας) σηκώνουν τα χέρια: δεν υπάρχει γραπτή ή άλλη καταγραφή των πρώιμων συνηθειών, αν και σε γενικές γραμμές, οι ερευνητές θεωρούν ότι η σάλτσα στον κεφτέ μπήκε όταν αυτός μετατράπηκε από μεζέ σε κανονικό φαγητό για όλη την οικογένεια ή όταν ο κεφτές κλήθηκε να ταΐσει αρκετούς συνδαιτυμόνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μαρτυρία ότι στη Δυτική Μακεδονία, την εποχή του τρύγου, οι κοκκινιστοί κεφτέδες με ζουμερή σάλτσα προσφέρονταν στους εργάτες γης που τρυγούσαν ολημερίς τα αμπέλια των μεγαλοτσιφλικάδων.
Τώρα, τα ευγενή προϊόντα αυτού του πολτοποιημένου κρέατος, είναι κάποια αγαπημένα σε πολλούς φαγητά, όπως οι κεφτέδες και τα μπιφτέκια. Κρεατοσφαιρίδια και τα δύο, με την προσθήκη μυρωδικών και άλλων υλικών, όπως τα αβγά και το ψωμί, μικρότερος και συνήθως τηγανητός ο κεφτές, μεγαλύτερο και συνήθως ψητό το μπιφτέκι.
Συστατικά
No ingredients could be found for this recipe.
Οδηγίες
No instructions could be found for this recipe.